- ξερολίβαδο
- τοτόπος βοσκής που έχασε τη χλόη, που έπαψε να βγάζει χορτάρι, να βλασταίνει: Κόπηκε το νερό κι έγιναν ξερολίβαδα όλοι οι βοσκότοποι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.