ξερολίβαδο

ξερολίβαδο
το
τόπος βοσκής που έχασε τη χλόη, που έπαψε να βγάζει χορτάρι, να βλασταίνει: Κόπηκε το νερό κι έγιναν ξερολίβαδα όλοι οι βοσκότοποι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξερολίβαδο — το περιοχή για βοσκή που έπαψε να βλασταίνει, που δεν βγάζει πια χορτάρι …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”